- κελλαρίτης
- κελλαρίτηςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κελλαρίτης — κελλαρίτης, ὁ (Α) βλ. κελαρίτης … Dictionary of Greek
κελλαρίτην — κελλαρίτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελλαρίτου — κελλαρίτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελλαρίτῃ — κελλαρίτης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαρίτης — κελαρίτης, ὁ (Μ, Α κελλαρίτης) [κελλάριον] 1. αποθηκάριος τροφίμων 2. μάγειρος … Dictionary of Greek